bn:00085741v
Verb Concept
EL
εισφέρω  συμμετέχω  συνεισφέρω
EL
Προσφέρω ποσό κυρίως μετέχοντας σε συλλογική προσπάθεια και στο βαθμό που μου αναλογεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προσφέρω ποσό κυρίως μετέχοντας σε συλλογική προσπάθεια και στο βαθμό που μου αναλογεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet