bn:00085761v
Verb Concept
EL
μετατρέπω  μετασχηματίζω  τροποποιώ
EL
Αλλάζω κάτι, το κάνω να γίνει διαφορετικό, ως προς τη φύση του ή το σκοπό του ή τη λειτουργία του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αλλάζω κάτι, το κάνω να γίνει διαφορετικό, ως προς τη φύση του ή το σκοπό του ή τη λειτουργία του Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary