bn:00085844v
Verb Concept
EL
διαφθείρω  διαστρέφω  εξαχρειώνω
EL
Βλάπτω κάποιον ηθικά, τον οδηγώ σε έναν ανήθικο τρόπο ζωής, κάνω κάποιον εντελώς αχρείο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links