bn:00085931v
Verb Concept
EL
εξαπατώ
EL
Παραπλανώ, εξαπατώ, ξεγελώ, επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο τον κάνω να πιστέψει αυτό που επιδιώκω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παραπλανώ, εξαπατώ, ξεγελώ, επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο τον κάνω να πιστέψει αυτό που επιδιώκω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet