bn:00086061v
Verb Concept
EL
βόσκω  βοσκάω  βοσκώ
EL
Οδηγώ (κοπάδι) σε βοσκότοπους και το επιτηρώ την ώρα που βόσκει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Οδηγώ (κοπάδι) σε βοσκότοπους και το επιτηρώ την ώρα που βόσκει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki