bn:00086092v
Verb Concept
EL
συνωστίζω
EL
Συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό προσώπων που πιέζουν ή σπρώχνουν το ένα το άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συγκεντρώνω μεγάλο αριθμό προσώπων που πιέζουν ή σπρώχνουν το ένα το άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet