bn:00086107v
Verb Concept
EL
θρυμματίζω
EL
Διασπώ κάτι σε τόσα πολλά μέρη, ώστε χάνεται, καταστρέφεται το σύνολό του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διασπώ κάτι σε τόσα πολλά μέρη, ώστε χάνεται, καταστρέφεται το σύνολό του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet