bn:00086122v
Verb Concept
EL
κλαίω  κλαίω γοερά  κλαίνε
EL
Εκδηλώνω μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση (θλίψη, στενοχώρια, λύπη) ή σωματικό πόνο με δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια μου και που μπορεί να συνοδεύονται από λυγμούς ή από αναφιλητά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εκδηλώνω μια δυσάρεστη ψυχική κατάσταση (θλίψη, στενοχώρια, λύπη) ή σωματικό πόνο με δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια μου και που μπορεί να συνοδεύονται από λυγμούς ή από αναφιλητά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations