bn:00086308v
Verb Concept
EL
ξημερώνω  φωτίζω  χαράζω
EL
(συνήθως γ' πρόσωπο) αρχίζει να ξημερώνει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(συνήθως γ' πρόσωπο) αρχίζει να ξημερώνει Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet