bn:00086364v
Verb Concept
EL
επιβραδύνω  βραδύνω  σταματώ
EL
Μειώνω την ταχύτητα με την οποία κινείται ή λειτουργεί κάτι, το κάνω να κινείται ή να λειτουργεί πιο αργά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μειώνω την ταχύτητα με την οποία κινείται ή λειτουργεί κάτι, το κάνω να κινείται ή να λειτουργεί πιο αργά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet