bn:00086389v
Verb Concept
EL
φθίνω
EL
Υφίσταμαι, βρίσκομαι σε συνεχή ή σταδιακή φθορά, παρακμή, μαρασμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Υφίσταμαι, βρίσκομαι σε συνεχή ή σταδιακή φθορά, παρακμή, μαρασμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet