bn:00086418v
Verb Concept
EL
μειώνω  ελαττώνω
EL
Κάνω κάτι μικρότερο ή λιγότερο, π.χ. μείωσε το προσωπικό του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάνω κάτι μικρότερο ή λιγότερο, π.χ. μείωσε το προσωπικό του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet