bn:00086453v
Verb Concept
EL
αμύνομαι  υπεραμύνομαι  υπερασπίζομαι
EL
Είμαι σε άμυνα, αποκρούω επίθεση που δέχομαι από κπ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links