bn:00086526v
Verb Concept
EL
διεξέρχομαι
EL
Μελετώ ή εξετάζω κάτι πλήρως και λεπτομερώς. Ομιλώ διεξοδικά για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μελετώ ή εξετάζω κάτι πλήρως και λεπτομερώς. Ομιλώ διεξοδικά για κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet