bn:00086585v
Verb Concept
EL
αποκαλώ  επονομάζω
EL
Αποδίδω (σε κάποιον, κάτι) πρόσθετο (συνήθως πιο εκφραστικό ή χαρακτηριστικό) όνομα, αποκαλώ (κάποιον) με καινούργια ονομασία (βάσει γνωστού χαρακτηριστικού του) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αποδίδω (σε κάποιον, κάτι) πρόσθετο (συνήθως πιο εκφραστικό ή χαρακτηριστικό) όνομα, αποκαλώ (κάποιον) με καινούργια ονομασία (βάσει γνωστού χαρακτηριστικού του) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet