bn:00086604v
Verb Concept
EL
αποσύρομαι  εγκαταλείπω
EL
Εγκαταλείπω μια δραστηριότητα και παύω να έχω σχέσεις με το περιβάλλον όπου την ασκούσα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εγκαταλείπω μια δραστηριότητα και παύω να έχω σχέσεις με το περιβάλλον όπου την ασκούσα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet