bn:00086689v
Verb Concept
EL
επισπεύδω
EL
Προσπαθώ να πραγματοποιήσω κάτι το ταχύτερο,νωρίτερα από ό,τι προβλέπεται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προσπαθώ να πραγματοποιήσω κάτι το ταχύτερο,νωρίτερα από ό,τι προβλέπεται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet