bn:00086694v
Verb Concept
EL
αποσταθεροποιούμαι
EL
Χάνω τη σταθερότητά μου, γίνομαι ασταθής, επισφαλής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Χάνω τη σταθερότητά μου, γίνομαι ασταθής, επισφαλής Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet