bn:00086704v
Verb Concept
EL
αποσπώ
EL
Προκαλώ την αποσύνδεση ή τον αποχωρισμό κάποιου ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προκαλώ την αποσύνδεση ή τον αποχωρισμό κάποιου ή κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet