bn:00086714v
Verb Concept
EL
καθορίζω
EL
Ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω, αποφασίζω, κάνω μια εκτίμηση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω, αποφασίζω, κάνω μια εκτίμηση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet