bn:00086793v
Verb Concept
EL
διαρκώ
EL
Έχω μεγάλη ή απεριόριστη διάρκεια, αντέχω στο χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Έχω μεγάλη ή απεριόριστη διάρκεια, αντέχω στο χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet