bn:00086951v
Verb Concept
EL
απαγκιστρώνω  αποδεσμεύω
EL
Απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από μια δέσμευση, υποχρέωση ή από έναν περιορισμό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από μια δέσμευση, υποχρέωση ή από έναν περιορισμό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet