bn:00087032v
Verb Concept
EL
αντιτάσσομαι  αντιτίθεμαι  εναντιώνομαι
EL
Προβάλλω αντίσταση, εκδηλώνω έντονα τη διαφωνία μου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links