bn:00087101v
Verb Concept
EL
χωρίζω
EL
Βάζω (κάτι) χωριστά, σε απόσταση από (κάτι) άλλο, διαχωρίζω, χωρίζω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βάζω (κάτι) χωριστά, σε απόσταση από (κάτι) άλλο, διαχωρίζω, χωρίζω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet