bn:00087213v
Verb Concept
EL
εμπλέκομαι  τραβιέμαι
EL
Μπλέκω, αναμειγνύω κάποιον σε μια υπόθεση, συνήθως περίπλοκη, αδιέξοδη, επιζήμια, αξιόμεμπτη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μπλέκω, αναμειγνύω κάποιον σε μια υπόθεση, συνήθως περίπλοκη, αδιέξοδη, επιζήμια, αξιόμεμπτη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet