bn:00087274v
Verb Concept
EL
επιμηκύνω  παρατείνω
EL
Παρατείνω σε χρόνο. Αυξάνω ορισμένη χρονική διάρκεια, την κάνω μεγαλύτερη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παρατείνω σε χρόνο. Αυξάνω ορισμένη χρονική διάρκεια, την κάνω μεγαλύτερη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet