bn:00087364v
Verb Concept
EL
ρίχνω  πέσει
EL
Κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει από ψηλότερο σε χαμηλότερο σημείο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει από ψηλότερο σε χαμηλότερο σημείο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations