bn:00087460v
Verb Concept
EL
τρώω  τρώγω  τρώνε
EL
Μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, καταναλώνω τρόφιμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, καταναλώνω τρόφιμα Greek Open Multilingual WordNet
Καταναλώνω κάτι στερεό ή ημι-στερεό (συνήθως τροφή) βάζοντάς το στο στόμα και καταπίνοντάς το. OmegaWiki
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations