bn:00087487v
Verb Concept
EL
μορφώνω
EL
Βελτιώνω κάτι πνευματικά και ηθικά, ιδίως με παροχή γνώσεων στο πλαίσιο της εκπαίδευσης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links