bn:00087514v
Verb Concept
EL
αναπτερώνω  εγκαρδιώνω  εμψυχώνω  ενθαρρύνω
EL
Εμπνέω, εμφυσώ θάρρος σε κάποιον, αναπτερώνω το ηθικό του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links