bn:00087537v
Verb Concept
EL
διαφεύγω
EL
Για κάτι περνά απαρατήρητο, που δε γίνεται αντιληπτό ή γνωστό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για κάτι περνά απαρατήρητο, που δε γίνεται αντιληπτό ή γνωστό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet