bn:00087617v
Verb Concept
EL
αντέχω  επιβιώνω  διαρκέσει  επιβιώσουν
EL
Διατηρούμαι, παραμένω σε καλή κατάσταση, έχω διάρκεια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Διατηρούμαι, παραμένω σε καλή κατάσταση, έχω διάρκεια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations