bn:00087662v
Verb Concept
EL
εγγράφομαι  εγγράφω  προσλαμβάνουν
EL
Γράφω το όνομα κάποιου σε (επίσημο) κατάλογο, κατάσταση ώστε να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να γίνει μέλος ενός συνόλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Γράφω το όνομα κάποιου σε (επίσημο) κατάλογο, κατάσταση ώστε να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να γίνει μέλος ενός συνόλου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations