bn:00087689v
Verb Concept
EL
δελεάζω
EL
Προσελκύω, παρασύρω κάποιον, τον πείθω ή τον συγκινώ να κάνει κάτι, χρησιμοποιώντας κάτι ως δέλεαρ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προσελκύω, παρασύρω κάποιον, τον πείθω ή τον συγκινώ να κάνει κάτι, χρησιμοποιώντας κάτι ως δέλεαρ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet