bn:00087701v
Verb Concept
EL
διαβλέπω  εικάζω  μαντεύω  προβλέπω  συμπεραίνω
EL
Συμπεραίνω από συγκεκριμένα δεδομένα ή ενδείξεις, κάνω προβλέψεις βάσει αυτών για μελλοντικές εξελίξεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συμπεραίνω από συγκεκριμένα δεδομένα ή ενδείξεις, κάνω προβλέψεις βάσει αυτών για μελλοντικές εξελίξεις Greek Open Multilingual WordNet