bn:00087850v
Verb Concept
EL
εκτείνω  επεκτείνω
EL
Απλώνω κάτι ώστε να καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο (επιφάνεια, μήκος, ύψος, πλάτος, βάθος) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Απλώνω κάτι ώστε να καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο (επιφάνεια, μήκος, ύψος, πλάτος, βάθος) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet