bn:00087864v
Verb Concept
EL
αισθάνομαι  νιώθω  νοιώθω
EL
(επέκτ. για συναίσθημα, για ψυχική κατάσταση) νιώθω, βρίσκομαι σε συγκεκριμένη (σωματική, ψυχική) κατάσταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(επέκτ. για συναίσθημα, για ψυχική κατάσταση) νιώθω, βρίσκομαι σε συγκεκριμένη (σωματική, ψυχική) κατάσταση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki