bn:00087942v
Verb Concept
EL
βλέπω
EL
Είμαι στραμμένος, έχω θέση με θέα προς κάποια κατεύθυνση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Είμαι στραμμένος, έχω θέση με θέα προς κάποια κατεύθυνση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet