bn:00088162v
Verb Concept
EL
βγάζω νόημα  κάνω  λύνω  λύσει
EL
Λύνω (άσκηση, πρόβλημα), τελειώνω (σχολική εργασία) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Λύνω (άσκηση, πρόβλημα), τελειώνω (σχολική εργασία) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations