bn:00088271v
Verb Concept
EL
ανεμίζω  κυματίζω
EL
Κινούμαι κυματιστά,κινούμαι σχηματίζοντας διαδοχικά κοιλώματα ή πτυχώσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κινούμαι κυματιστά,κινούμαι σχηματίζοντας διαδοχικά κοιλώματα ή πτυχώσεις Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet