bn:00088411v
Verb Concept
EL
διπλώνω
EL
Παίρνω τις δύο άκρες ενός κομματιού από ύφασμα, από χαρτί ή από άλλο παρόμοιο υλικό και τις ακουμπώ στις αντίστοιχες δύο άλλες άκρες, έτσι ώστε η μισή επιφάνειά του να καλύψει την υπόλοιπη Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παίρνω τις δύο άκρες ενός κομματιού από ύφασμα, από χαρτί ή από άλλο παρόμοιο υλικό και τις ακουμπώ στις αντίστοιχες δύο άλλες άκρες, έτσι ώστε η μισή επιφάνειά του να καλύψει την υπόλοιπη Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet