bn:00088572v
Verb Concept
EL
φρεσκάρω
EL
Κάνω κάτι να φαίνεται φρέσκο, καινούργιο, το ανανεώνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι να φαίνεται φρέσκο, καινούργιο, το ανανεώνω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet