bn:00088745v
Verb Concept
EL
έχω  νοσώ  παθαίνω
EL
Πάσχω, υποφέρω από κάποια αρρώστια, υποφέρω από βάσανα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Πάσχω, υποφέρω από κάποια αρρώστια, υποφέρω από βάσανα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet