bn:00088776v
Verb Concept
EL
απογειώνομαι  απογειώνω
EL
Θέτω σε κίνηση και αποσπώ από το έδαφος, ώστε να βρεθεί στον αέρα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Θέτω σε κίνηση και αποσπώ από το έδαφος, ώστε να βρεθεί στον αέρα Greek Open Multilingual WordNet
IS A
Greek Open Multilingual WordNet