bn:00089025v
Verb Concept
EL
τρίζω
EL
Παράγω ξερό,συχνά οξύ και διαπεραστικό διακεκκομένο ήχο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παράγω ξερό,συχνά οξύ και διαπεραστικό διακεκκομένο ήχο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet