bn:00089027v
Verb Concept
EL
ικανοποιώ
EL
Κάνω κάποιον να νιώσει έντονη ευαρέσκεια, ευχαρίστηση, πραγματοποιώντας κάτι που επιθυμούσε ή επιδίωκε Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάποιον να νιώσει έντονη ευαρέσκεια, ευχαρίστηση, πραγματοποιώντας κάτι που επιθυμούσε ή επιδίωκε Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet