bn:00089178v
Verb Concept
EL
κρεμάω  κρεμώ
EL
Στερεώνω κάτι από ψηλά, από σημείο κατάλληλο, ώστε να ισορροπεί με το βάρος του, στηρίζω κάτι από πάνω, από την κορυφή του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Στερεώνω κάτι από ψηλά, από σημείο κατάλληλο, ώστε να ισορροπεί με το βάρος του, στηρίζω κάτι από πάνω, από την κορυφή του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary