bn:00089241v
Verb Concept
EL
κατέχω  έχω  διαθέτω  έχουν
EL
Είμαι ιδιοκτήτης (πράγματος), κατέχω (από αγορά, ιδιοποίηση, δικαιοπραξία κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είμαι ιδιοκτήτης (πράγματος), κατέχω (από αγορά, ιδιοποίηση, δικαιοπραξία κ.λπ.) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations