bn:00089359v
Verb Concept
EL
μεθοκοπώ  μπεκρολογώ  μπεκροπίνω  μπεκρουλιάζω
EL
Πίνω συχνά και σε μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδη ποτά και μεθάω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Πίνω συχνά και σε μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδη ποτά και μεθάω Greek Open Multilingual WordNet