bn:00089360v
Verb Concept
EL
μελετάω  μελετώ
EL
Διαβάζω ή εξασκούμαι σε κάτι, για να το μάθω, να το απομνημονεύσω ή να το εκτελέσω σωστά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διαβάζω ή εξασκούμαι σε κάτι, για να το μάθω, να το απομνημονεύσω ή να το εκτελέσω σωστά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet